εύγονος

εύγονος
εὔγονος, -ον (Α)
1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονον
η παραγωγική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔγονος — productive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγόνως — εὔγονος productive adverbial εὔγονος productive masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔγονον — εὔγονος productive masc/fem acc sg εὔγονος productive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευγονώ — εὐγονώ, έω (Α) [εύγονος] είμαι γόνιμος, εύγονος («πρόβατα γάρ... εὐγονοῡντα πάλιν ὁρμᾷ πρὸς κύησιν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ευγονία — η (ΑΜ εὐγονία) [εύγονος] νεοελλ. η απόκτηση υγιών απογόνων αρχ. μσν. γονιμότητα, ευφορία …   Dictionary of Greek

  • ευγονική — Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”